- προδανεισμός
- προδᾰν-εισμός, ὁ,A advance of funds for public purposes, CIG (addend.) 2717b ([place name] Stratonicea);
τὸν π. ποιεῖσθαι Milet.3
No.138.31(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν π. ποιεῖσθαι Milet.3
No.138.31(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδανεισμός — ὁ, Α [προδανείζω] η εκ τών προτέρων καταβολή χρημάτων προκειμένου να καλυφθούν δημόσιες ανάγκες … Dictionary of Greek